- ζαλικώνω
- ζαλίκωσα, ζαλικώθηκα, ζαλικωμένος1. μτβ., φορτώνω κάποιον.2. αμτβ., σηκώνω φορτίο από ξύλα στους ώμους μου: Η γριά ζαλικώθηκε τα ξύλα και κατέβηκε στο χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.